- ερωτόλογος
- ο (Μ ἐρωτόλογος)λόγος που εκφράζει ή εκδηλώνει έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερωτολόγος — ο αυτός που λέει ερωτόλογα, που ερωτοτροπεί, που φλερτάρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + λόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστ. Βαλαωρίτη] … Dictionary of Greek
ερωτολογώ — έω και άω 1. μιλώ για έρωτα 2. ερωτοτροπώ, αισθηματολογώ 3. καταγίνομαι στο να συνάπτω ερωτικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ερωτόλογα — τα [ερωτόλογος] ερωτοκουβέντες, φιλοφρονητικά λόγια που εκφράζουν τον έρωτα κάποιου … Dictionary of Greek